συμπατώ

συμπατώ
-έω, ΜΑ [πατῶ]
συνθλίβω πατώντας με τα πόδια (α. «συμπατήσαντες [τὰς σταφυλάς]» β. «γέννημα φρύνου συνεπάτησε βοὺς πίνων», Βάβρ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ρούχα και υφάσματα σε πλύση) πατώ μαζί με άλλους με τα πόδια
2. καταπατώ («Λακεδαιμονίους οἳ τὸν παλαιότατον τῆς πολιτικῆς κόσμον συμπατήσαντες ἐξετραχηλίσθησαν», Κλέαρχ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπάτησις — ήσεως, ἡ, Μ [συμπατῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπατῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”